- πιπερίζω
- έχω γεύση πιπεριού, καυστική: Πιπερίζει το τυρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιπερίζω — πεπερίζω, ΝΑ, και διαλ. τ. πιπιρίζω Ν [πιπέρι/ πέπερι] (αμτβ.) έχω τη γεύση πιπεριού, καίω σαν το πιπέρι 2. (μτβ.) (σχετικά με έδεσμα) ρίχνω πιπέρι … Dictionary of Greek
πεπερίζω — Α βλ. πιπερίζω … Dictionary of Greek
πιπέρισμα — το, Ν [πιπερίζω] πιπέρωμα … Dictionary of Greek
πιπερώνω — Ν [πιπέρι] 1. ρίχνω ή αναμιγνύω σε φαγητό πιπέρι, αρτύω, καρυκεύω έδεσμα με πιπέρι, πιπερίζω 2. μτφ. παρεμβαίνω σε συζήτηση και προσθέτω κάτι που δεν είναι αληθινό, για να αποσπάσω την προσοχή … Dictionary of Greek
πιπιρίζω — (I) Ν βλ. πιπίζω (Ι). (II) Ν (διαλ. τ.) βλ. πιπερίζω … Dictionary of Greek